- τσούνα
- η, Νπέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσούνα — η το αντρικό μόριο στη νεαρή ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουτσούνα — η, Ν τσούνα, πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούνα, με επανάληψη τής πρώτης συλλαβής (πρβλ. τσυτσυρίζω: τσυρίζω)] … Dictionary of Greek